ραγίον

ραγίον
τὸ, Α [ῥάξ, ῥαγός]
1. (με υποκορ. σημ.) μικρή ρώγα («ζῷον ἐστὶ μικρόν, ῥαγίῳ σταφυλῆς ὅμοιον», Μέγα Ετυμολογικον)
2. είδος δηλητηριώδους αράχνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”